Ήταν ο Θανάσης, ένα πολύ φιλότιμο παιδί από τη Ρόδο. Προσπαθούσε να βρει δουλειά, αλλά η φτώχεια και η ανέχεια τον έστειλαν μετανάστη στην Αυστραλία. Εκεί έζησε για πολλά χρόνια όπου έκανε πολλές δουλειές, λαντζιέρης, αγρότης κ.α.
Τα βράδια όμως μελαγχολούσε, κάπνιζε πολύ και του έλειπε πολύ η Ρόδος...
Γνώρισε μια Ελληνοαυστραλέζα, την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα, άρχισε να νιώθει ευτυχισμένος. Βγαίναν, περνάγαν όμορφα, κάναν πολύ σεξ και ύστερα από λίγο αρραβωνιστήκανε.
Τα βράδια όμως μελαγχολούσε, κάπνιζε πολύ και του έλειπε πολύ η Ρόδος...
Μετά από λίγο καιρό παντρευτήκανε, αποκτήσαν παιδιά, ενώ και με τα λεφτά που μάζευε σιγά σιγά άνοιξε τη δική του επιχείρηση, ένα gourmet εστιατόριο το οποίο πήγαινε πάρα πολύ καλά. Ένιωθε πιο ευτυχισμένος από ποτέ...
Τα βράδια όμως μελαγχολούσε, κάπνιζε πολύ και του έλειπε πολύ η Ρόδος...
Αποφασίζει, λοιπόν, μετά από όλα αυτά τα χρόνια, γέρος πια, να γυρίσει στη Ρόδο να ολοκληρώσει την ευτυχία του...
Παίρνει το αεροπλάνο και φτάνει Αθήνα...η συγκίνηση μεγάλη...παίρνει το πρώτο ταξί για Πειραιά και αμέσως παίρνει το πρώτο καράβι για Ρόδο...
Στο δρομολόγιο κάπνιζε συνέχεια, γεμάτος αγωνία να ξαναδεί τη Ρόδο...
Μετά από κάμποσες ώρες, αχνοφαίνεται στο βάθος η Ρόδος...ο Θανάσης χάνει τις αισθήσεις του. Αμέσως μόλις φτάνουν στο νησί τον διακομίζουν στο νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του από πνευμονικό οίδημα...
Ηθικό δίδαγμα:
Ιδού η Ρόδος, ιδού και το οίδημα...